- διαφέρω
- (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ)1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν»)2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.)3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ κατὰ μέγεθος καὶ κατ' ἰσχύν», Ξεν. Λακεδαιμονίων Πολιτεία)4. απρόσ. α) υπάρχει διαφορά («σμικρὸν οἴει διαφέρειν;», Πλάτ. Πολιτ.)β) συνεκδ. έχει σημασία, σπουδαιότητα («πλεῑστον διαφέρει», Ιπποκρ. Περί Ἀφόρων)αρχ.-μσν.α) ανήκω σε κάποιον (για περιουσία) («οὐδείς... δύναται βλεπῆσαι τὴν διαφέρουσαν προῑκα τῶν ἐμῶν παιδίων ἄλλος παρ' ἐμοῡ», Ελληνικοί Νόμοι τής Κύπρου)β) μτφ. είμαι κατάλληλος, ταιριάζω, ανήκωγ) (μτχ.) (για πρόσωπα) α) συγγενής (Αποφθέγματα Πατέρων)β) οπαδόςμσν.1. αναφέρομαι σε κάτι, σχετίζομαι («διὰ νὰ λαλῶ ὅσον διαφέρνει εἰς τοῡτο», Χρονικό τού Μωρέως)2. εξαρτώμαι από κάποιον («ἂς ἔλθη τὸ ἀξίωμά μου... νὰ εἴπω ψαλμικῶς, μάλιστα ἂν διαφέρη ἀπὸ τὸ χέρι σου τίποτας», Ευγενίου Ιωαννουλίου Αιτωλού, Επιστολαί3. μέσ. είμαι κερδισμένος («ἐμὲν τὸ πνεῡμ' ἂν ἐρωτᾱ πότε χαρὰ διαφέρεται», Κυπριακά ερωτικά ποιήματα)αρχ.1. διαβιβάζω, μεταβιβάζω απέναντι, από τη μια πλευρά στην άλλη («διαφέρω ναῡς τὸν Ισθμόν», Θουκ.)2. (για χρόνο) α) περνώ τη ζωή («διαφέρειν τὸν αἰώνα ἐναλλὰξ πρήσσων», Ηρ.)β) ζω, συνεχίζω να ζω (ἄπαις διοίσει κοὐ τεκὼν θάψει τέκνα», Ευρ. Ρήσ.)3. φέρω στο μέσο, μέχρι τέλους4. φέρω σε αίσιο τέλος («ἄνευ ληστείας καὶ γεωργίας συνεχῶς τὸν πόλεμον διέφερον», Θουκ.)5. (με επίρρ.) υποφέρω, βαστάζω, αντέχω, ανέχομαι («ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ κἀγὼ διοίσω τοὐμόν», Σοφ. Οιδ. Τύρ.)6. (για αρρώστια) διαρκώ, βαστάω7. (για αρρώστους) αντέχω, κρατώ («διαφέρει φθειρόμενος», Ιπποκρ. Περί τών εντός παθών)8. (για γυναίκα) εγκυμονώ («γαστρὸς διήνεγκ' ὄγκον», Ευρ. Ίων)9. μεταφέρω σε διάφορες κατευθύνσεις («διενεγκοῡσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθοῑ, τὸ δ' ἐκεῑσε», Αριστοφ. Λυσ.)10. παθ. φέρομαι σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, διασπώμαι11. σχίζω στα δύο, ξεσχίζω, διασπώ («πολέμιοι ἐπεισπεσοῡσαι παντ' ἄνω τε καὶ κάτω διέφερον», Ευρ. Βακχ.)12. (για κρίση) αναβάλλω, επιφυλάσσω («διαλγὴς ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον πασαρκέτας νόσου βρύειν», Αισχ. Χοηφ.)13. λεηλατώ («τὰς μνέας ὅκως σέο μὴ γαλαῑ διοίσουσι», Ηρωίδας)14. υπερισχύω, υπερέχω, επικρατώ, κυριαρχώ («ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκε», Θουκ.)15. φιλονικώ, αγωνίζομαι, μάχομαι (Τηλεκλείδης)15. παρεμβαίνω («ὁ διαφέρων χρόνος», Αντιφών)17. (μέσ. και παθ.) έχω διαφορά, διένεξη με κάποιον, διαφωνώ («διενειχθέντων δὲ... περὶ τῆς βασιληΐης», Ηρόδ.)17. περιστρέφω («ὅπλισμα λαβὼν δεινῆς κορύνης διαφέρων ἐσφενδόνα», Ευρ. Ικέτιδες)19. μέσ. αρνούμαι («μηδὲν διαφέρει», Σωζόμενος, Εκκλ. Ιστ.)20. φρ. α) «διαφέρω τινά» — διαδίδω τη φήμη κάποιου, διαφημίζωβ) «διαφέρω τὴν ψήφον» — δίνω την ψήφο μου, δίνω την ψήφο μου εναντίον άλλουγ) «εράνους διαφέρειν» — πληρώνωδ) «οὐδὲν διαφέρει» — είναι αδιάφοροε) «γλῶσσαν διοίσει» — θα βάλει σε κίνηση τη γλώσσα του, θα μιλήσειστ) «διαφέρειν σκήπτρα» — βασιλεύω, κυβερνώζ) «διαφέρω ὡς...» υποστηρίζω απεναντίας ότι...η) «οὐ διαφέρομαι» — δεν με ενδιαφέρει21. (το ουδ. τής μτχ. εν. ως ουσ.) το διαφέρονη διαφορά, το υπόλοιπο22. (η μτχ. μέσ. εν. ως ουσ.)οι διαφερόμενοιοι αντίδικοι.
Dictionary of Greek. 2013.